- χιλιοκτακοσιογδοηκονταπλασίων
- -άσιον, Ααυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1880.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)-* + ὀκτακόσια + ὀγδοήκοντα + -πλασίων (< -πλάσιος* + κατάλ. -ίων τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. μυριο-πλασ-ίων].
Dictionary of Greek. 2013.